-
1 παμφαινω
ярко сиять, ослепительно сверкать(ἀστέρ παμφαίνει Hom., Hes.; σάκος χαλκῷ παμφαῖνον Hom.)
; белеться(στήθεσι παμφαίνοντες, sc. νεκροί Hom.)
-
2 παμφαίνω
Aπαμφαίνεσκε Eratosth.17
), shine or beam brightly, of burnished metal (cf. παμφανόων), ἧλοι χρύσειοι πάμφαινον Il.11.30
;σάκος χαλκῷ παμφαῖνον 14.11
; τεύχεσι παμφαίνων, of Achilles, 19.398; of a star, ὅς τε μάλιστα λαμπρὸν παμφαίνησι or - ῃσι ([dialect] Ep. for παμφαίνει or -ῃ) 5.6;πρῶτον παμφαίνων Hes.Op. 567
; στήθεσι παμφαίνοντες with their breasts white-gleaming, i. e. naked, Il. 11.100; ὕπερθε κέρα πάμφαινεν ἰδέσθαι Epic. in Arch.Pap.7.3: cited as a recondite word by Phld.Po.2.40. (Redupl. form of φαίνω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παμφαίνω
См. также в других словарях:
παμφαίνω — (Α) 1. λάμπω, απαστράπτω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ («ἧλοι χρύσεοι πάμφαινον», Ομ. Ιλ.) 2. λευκάζω, ασπρογαλιάζω από τη λευκότητα («στήθεσι παμφαίνοντες», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. σχηματισμένος είτε με επιτατικό διπλασιασμό από το ρ. φαίνω (πρβλ.… … Dictionary of Greek